πενιουάρ

πενιουάρ
το
άκλ.
1. είδος μικρής μπέρτας από λεπτό ύφασμα που ρίχνουν οι γυναίκες στους ώμους όταν χτενίζονται
2. κοντό ή μακρύ ελαφρό ένδυμα για το σπίτι, ρόμπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. peignoir «πρωινό ένδυμα γυναικών» < γαλλ. peigner «χτενίζω» < λατ. pecto «χτενίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”